- ἀναβάπτω
- ἀναβάπτω,A stain, dye,
τὰς κεφαλάς Thphr.HP3.13.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς κεφαλάς Thphr.HP3.13.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek